- πουπλικός
- -ή, -όν, Αβλ. πουβλικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πουβλικός — και πουπλικός, ή, όν, Α 1. δημόσιος 2. πρόστυχος, χυδαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. publicus «δημόσιος» < λατ. populus «λαός»] … Dictionary of Greek